- φλεβαριώτικος
- -η, -ο, Νφλεβαριάτικος.[ΕΤΥΜΟΛ. < Φλεβάρης + κατάλ. -ιώτικος (πρβλ. πανηγυρ-ιώτικος)]. φλεβέκταση, η, Νιατρ. φλεβεκτασία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φλεβαριάτικος — η, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Φλεβάρη (Φεβρουάριο), αυτός που είναι του μήνα Φλεβάρη, φεβρουαριανός, φλεβαρίσιος, φλεβαριώτικος. 2. αυτός που γίνεται, αυτός που συμβαίνει το Φεβρουάριο: Φλεβαριάτικο κρύο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)